Έλφες ή Ελφ — Δαιμονικά όντα της ινδογερμανικής και κελτικής μυθολογίας. Διακρίνονται στους Έ. του φωτός, που κατοικούν στον αέρα, και στους Έ. του σκότους, που κατοικούν στη γη. Είναι πλάσματα παρόμοια με τους νάνους, τις νύμφες, τα στοιχειά κλπ. Πολύ μικροί… … Dictionary of Greek
καλικάντζαροι — Δαιμονικά πειραχτικά όντα της νεοελληνικής λαϊκής μυθολογίας. Σύμφωνα με τη λαϊκή πίστη, οι κ. εμφανίζονταν τις νύχτες του δωδεκαήμερου, μεταξύ Χριστουγέννων και Θεοφανίων, και λέρωναν τις προμήθειες των νοικοκυραίων, έπιαναν όσους ανθρώπους… … Dictionary of Greek
σάτυροι — Δαιμονικά όντα της ελληνικής μυθολογίας. Είχαν χαρακτηριστικά ζώων (παριστάνονταν με πόδια αλόγου ή κατσίκας) γεγονός που σημαίνει ότι θεωρούνταν κάτοικοι των δασών και άλλων άγριων τόπων. Οι σ. ανήκαν στους κατώτερους θεούς της ελληνικής… … Dictionary of Greek
δαιμονικάς — δαιμονικά̱ς , δαιμονικός possessed by a demon fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αλασμένοι — Στη λαογραφία, άσχημα και αδηφάγα δαιμονικά τα οποία αρπάζουν τα βρέφη που δεν φυλάσσονται καλά από τους γονείς τους, αφήνοντας στη θέση τους τα δικά τους παιδιά. Λέγονται και Αλλαμένοι (Κύπρος) και σε πολλά μέρη Αλλακτοί. Η δοξασία αυτή ήταν… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Λαϊκός πολιτισμός — ΣΥΓΧΡΟΝΟΣ ΛΑΪΚΟΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ Λαϊκός πολιτισμός είναι το σύνολο των εκδηλώσεων του βίου του λαού –υλικού και πνευματικού– οι οποίες έχουν χαρακτήρα ομαδικό και τελούνταν κατά παράδοση από τον αγροτικό πληθυσμό και τα κατώτερα κοινωνικά στρώματα των … Dictionary of Greek
Σκίταλοι — οἱ, ΝΑ μυθ. πονηροί δαίμονες, λάγνοι και φιλήδονοι, προστάτες τών απατεώνων εμπόρων. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. (πρβλ. Κόβαλοι «κακοποιά δαιμονικά όντα»). Κατά μία άποψη, ο τ. παράγεται από το όνομα Σκίτων] … Dictionary of Greek
αγιόπεφτα — τα το χρονικό διάστημα από την 1η μέχρι την 5η Αυγούστου, που, κατά την λαϊκή πρόληψη στη Νάξο, συμπίπτει με τις δρίμες*, κατά τις οποίες απαγορεύεται το πλύσιμο των ρούχων, γιατί σκίζονται από δαιμονικά όντα. [ΕΤΥΜΟΛ. < άγιος + αριθμητικό… … Dictionary of Greek
αλλότριος — ια, ιο (Α ἀλλότριος, ία, ιον) 1. αυτός που ανήκει σε άλλον, που είναι κτήμα άλλου (αντίθετα αρχ. ἴδιος, νεοελλ. (ι)δικός (μου) 2. (ο πληθυντικός ουδετέρου ως ουσιαστικό) τὰ ἀλλότρια (αρχ. και με κράση τἀλλότρια) αυτά που ανήκουν σε άλλους, η ξένη … Dictionary of Greek
δρίμες — οι και δρίματα, τα 1. δαιμονικά όντα που καταστρέφουν τα ρούχα, κάνουν κακό σε όσους λούζονται, κόβουν τ αμπέλια κ.λπ. 2. οι έξι πρώτες ημέρες τού Αυγούστου, για τις οποίες υπάρχει η λαϊκή πίστη ότι πρέπει να αποφεύγει κάποιος την επαφή με το… … Dictionary of Greek